Η κυβερνητική αριστερά αντιμέτωπη στην κρίση

Εκτύπωση
21 Σεπτέμβριου 2012

Η καπιταλιστική οικονομία συνεχίζει να μπάζει νερό από παντού. Πριν ακόμα καλά - καλά προλάβουν οι ηγέτες να μπαλώσουν ένα ρήγμα, ένα άλλο εμφανίζεται, και για μεγαλύτερη ακρίβεια ένα άλλο που υποτίθεται ότι έχει ήδη μπαλωθεί.

Στην οικονομική εφημερίδα Les Echos της 17 Σεπτεμβρίου, η οποία είχε σαν πρωτοσέλιδο τίτλο «ο κίνδυνος της τραπεζικής κρίσης απομακρύνεται από τη ζώνη του ευρώ», μια παράγραφος μιλούσε για την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες! Η παραγωγή των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών είναι ήδη στάσιμη εδώ και αρκετό καιρό. Και να που τώρα η ανάπτυξη επιβραδύνεται επίσης στις ημι-αναπτυγμένες χώρες, τη Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία, που τις παρουσίαζαν μόλις πριν από λίγο καιρό σαν τους μελλοντικούς οδηγούς της παγκόσμιας ζήτησης.

Από την αισιόδοξη πλευρά, ο Διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, δήλωσε: «Ο ορίζοντας φαίνεται πολύ πιο σαφής. "Μεγάλο ενθουσιασμό μοιράζονται οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πόζαραν για μια οικογενειακή φωτογραφία δύο ημέρες νωρίτερα, κατά τη διάρκεια μιας από τις πολλές συναντήσεις κορυφών. Ο λόγος για την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων: η ανακοίνωση, στις 6 Σεπτεμβρίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να αγοράσει χωρίς περιορισμό, ,από τις τράπεζες που τα κατέχουν, τα έγγραφα του δημόσιου χρέους των χωρών της ζώνης του ευρώ που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές εκδήλωσαν αμέσως την ικανοποίησή τους. . Με μιας, οι υπουργοί ήταν εξ ίσου χαρούμενοι.. Και, για μια ακόμη φορά, ο Τύπος ανακοινώνει ότι το ευρώ σώθηκε.

Όλος αυτός ο όμορφος κόσμος, ωστόσο, έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η απόφαση της ΕΚΤ σημαίνει επιπλέον δημιουργία χρήματος, δηλαδή επιτάχυνση του πληθωρισμού. Λίγες μέρες αργότερα, η εφημερίδα Le Figaro ανέφερε την παρατήρηση ενός γνωστού οικονομολόγου: "Η απόφαση αυτή αξίζει να καταχωρηθεί μεταξύ των πιο καταστροφικών γεγονότων της ευρωπαϊκής νομισματικής ιστορίας!"

Ωστόσο, το καταστατικό της ΕΚΤ της απαγορεύει να τυπώνει παραπάνω χρήματα χωρίς αντίκρισμα για να διασώσει χώρες ή τομείς της οικονομίας που αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Εδώ και αρκετό καιρό η ΕΚΤ καταπατά τις αρχές της ελαφρά τη καρδία! Εδώ και τρία τουλάχιστον χρόνια, η ΕΚΤ τροφοδοτεί με «φρέσκο» χρήμα τους ευρωπαίους τραπεζίτες, αγοράζοντας όλο και περισσότερα δημόσια και ιδιωτικά χρέη έναντι ρευστού χρήματος.

Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ είναι, παρά ταύτα, μια καινοτομία. Για πρώτη φορά, αναγνωρίζει σαφώς και επισήμως αυτό που κάνει υποκριτικά εδώ και τρία χρόνια. Έχει πλέον ανοίξει απεριόριστα το ταμείο της στους τραπεζίτες.

Όλα αυτά στο όνομα του αγώνα για την ανάπτυξη. Ωστόσο όλα αυτά τα επιπλέον χρήματα που ρίχνονται στην οικονομία δεν υπάρχει λόγος να ευνοούν την ανάπτυξη. Για τον πολύ απλό λόγο ότι οι καταναλωτικές αγορές παρουσιάζουν στασιμότητα και αυτές των μέσων παραγωγής ακόμα περισσότερο, επειδή η καπιταλιστική τάξη, δεν έχει καμία επιθυμία να κάνει παραγωγικές επενδύσεις. Αλλά από την άλλη πλευρά, η πολιτική του ανοιχτού ταμείου της ΕΚΤ θα αυξήσει την ήδη τεράστια ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί στα οποιαδήποτε δίκτυα της παγκόσμιας οικονομίας, Σπέρνει το χάος όπου κι αν περνάει για κερδοσκοπικούς σκοπούς, είτε πρόκειται για μετοχές εταιρειών, είτε για κρατικά ομόλογα, είτε για πρώτες ύλες. Απείρως χειρότερα, το σιτάρι, το ρύζι και η σόγια, δηλαδή τα τρόφιμα ζωτικής σημασίας με την πλήρη έννοια του όρου, έγιναν «χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού", όπως και τα οικονομικά έγγραφα τα πιο πολύπλοκα που εφευρέθηκαν από τα άρρωστα μυαλά ενός τραπεζικού συστήματος που τρελάθηκε.

Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση, τόσο λιγότερο η ίδια η καπιταλιστική τάξη βλέπει μια διέξοδο από τα σκαμπανεβάσματα της οικονομίας της. Εδώ και αρκετό καιρό, μια συζήτηση λαμβάνει χώρα μεταξύ των οικονομικών εγκεφάλων της: δεν θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσουν μια πολιτική πληθωρισμού και όχι πολιτικές λιτότητας που, αδειάζοντας τις τσέπες των λαϊκών τάξεων, μειώνουν ακόμα περισσότερο την καταναλωτική τους ικανότητα και κάνουν τις αγορές να οπισθοχωρούν;

Σε μια πρώτη φάση, μετά την τραπεζική κρίση του φθινοπώρου του 2008, όταν οι κυβερνήσεις μοίρασαν αλόγιστα εκατοντάδες δισεκατομμύρια στους τραπεζίτες που βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση, το ομόφωνο σύνθημα ήταν λιτότητα παντού, για να ξαναπάρουν από το λαό τα χρήματα που παραχώρησαν στο τραπεζικό σύστημα. Όλα τα κράτη έχουν περικόψει τις δαπάνες σε δημόσιες υπηρεσίες, τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, της κοινωνικής μέριμνας, σε ό,τι είναι χρήσιμο για την πλειοψηφία του πληθυσμού.

Η Ελλάδα ήταν η πρώτη στη λίστα, αλλά κι άλλοι την συντροφεύουν και την ακολούθησαν σύντομα, η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία. Οι πλουσιότερες ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία, είχαν αρκετά μέσα για να απορρίψουν οι ηγέτες τους με αλαζονεία την λέξη "λιτότητα". Αλλά όχι και τα μέτρα που συνοψίζει αυτή η λέξη.

Η αποπληρωμή του χρέους εξακολουθεί να είναι «η ιερή αγελάδα» όλων των αστικών κυβερνήσεων για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των χρηματιστών. Οι δηλώσεις, παρ'όλα αυτά, λένε ότι λόγω της λιτότητας οι κυβερνήσεις επιδεινώνουν την κρίση.

Θα ήταν μάταιο να χωρίσει κανείς τον καπιταλιστικό κόσμο σε δύο και να θεωρήσει ότι οι υποστηριχτές της αποπληρωμής του χρέους και της λιτότητας βρίσκονται με το μέρος του χρηματιστικού κεφαλαίου, και οι άλλοι με το μέρος του βιομηχανικού κεφαλαίου, τόσο πολύ και οι δύο πλευρές είναι αλληλένδετες. Πρόκειται για το ίδιο μεγάλο κεφάλαιο σε αντιφατικές λειτουργίες.

Η αντίφαση μεταξύ των δύο προσεγγίσεων αντανακλά τον πανικό του μεγάλου κεφαλαίου μπροστά στην κρίση της δικής του οικονομίας. Και η συμβιβαστική λύση που φαίνεται να δίνει η απόφαση της ΕΚΤ, που την ίδια στιγμή τελικά ευθυγραμμίζεται με τη στάση της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, είναι η προσθήκη του πληθωρισμού στην πολιτική λιτότητας. Πράγμα που σημαίνει σαφώς για τις λαϊκές τάξεις, ότι όχι μόνο οι απολύσεις θα συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται και να επιδεινώνεται η ανεργία, αλλά επίσης κι ότι οι αυξήσεις των τιμών, που επιταχύνθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 2012, θα είναι ακόμη πιο σημαντικές.

Ενώ ο οικονομικός Τύπος ανακοινώνει ότι «οι σταρ του CAC 40, θα αυξήσουν τα μερίσματά τους» (Les Echos, 18 Σεπτεμβρίου), ενώ «το τέλος των καλοκαιρινών διακοπών σηματοδοτεί την επιστροφή των μεγάλων εισαγωγών στο Χρηματιστήριο» (Les Echos, 12 Σεπτεμβρίου), δείχνοντας την οικονομική υγεία των μεγάλων θηρίων του καπιταλισμού σε πλήρη άνθηση, η φτώχεια της εργατικής τάξης αυξάνεται, ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Τα ποσοστά της ανεργίας δίνουν μια ένδειξη, αλλά υπάρχουν και πολλές άλλες. Ινστιτούτα στατιστικής διαπιστώνουν το πραγματικό άλμα του αριθμού των «εργαζόμενων φτωχών» στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Δηλαδή, των εργαζόμενων που έχουν μια δουλειά, αλλά ένα μισθό ανεπαρκή για να βγουν από τη φτώχεια. Σε ένα οικονομικό έγγραφο, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει σοβαρά το θέμα: «Είναι αρκετό να έχει κάποιος μια δουλειά για να ξεφύγει από τη φτώχεια;» Και παραπέμπει στην πλουσιότερη ιμπεριαλιστική δύναμη στην Ευρώπη, τη Γερμανία, όπου λόγω της ευρείας χρήσης της μερικής απασχόλησης, των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, των «μίνι θέσεων εργασίας », το ποσοστό των εργαζομένων κάτω από το όριο της φτώχειας έχει αυξηθεί μέσα σε δύο χρόνια από 4,8 έως 6,8%, ενώ στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 6,7% του συνόλου των εργαζομένων (Les Echos).

Πέρα από τις άτακτες αντιδράσεις της μπροστά στην αναζωπύρωση της κρίσης, η καπιταλιστική τάξη έχει εμπλακεί σε μια φυγή προς τα εμπρός. Η μόνη σταθερά αυτής της χαοτικής κίνησης είναι η επιδείνωση της εκμετάλλευσης και η όλο και μεγαλύτερη απομύζηση της εργατικής τάξης. Δεν πρόκειται για το παιχνίδι αφηρημένων οικονομικών μηχανισμών. Είναι ένας ταξικός πόλεμος του οποίου το αποτέλεσμα δεν αποφασίζεται από τις διάφορες επιλογές που προτείνονται στην αστική τάξη από τους πολιτικούς υπηρέτες της. Εξαρτάται από την ικανότητα της εργατικής τάξης να επιβάλει τους στόχους που μπορούν πραγματικά να διαφυλάξουν την επιβίωσή της, ξεκινώντας με αυτό το βασικό δικαίωμα, το οποίο καθορίζει τα πάντα: να διατηρήσει τη δουλειά της και την αγοραστική δύναμη των μισθών της.

Πέντε μήνες προεδρία Hollande

Πέντε μήνες μετά την ήττα του Sarkozy, η αλλαγή, που παρουσιάστηκε σαν μια ελπίδα για τους εργαζόμενους από την σύσσωμη χορωδία της κυβερνητικής αριστεράς και των όμοιών της, όλων των πεποιθήσεων, καθώς και των ηγετών των συνδικάτων εμφανίζεται αυτό που πραγματικά είναι: ένα ανύπαρκτο γεγονός.

Η μεταβίβαση της εξουσίας από τα χέρια του Sarkozy, αποκηρυγμένη από το εκλογικό σώμα, σ'αυτά του Hollande, έγινε χωρίς τον παραμικρό τριγμό στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Σοσιαλιστές υπουργοί, που πλαισιώνονται από δύο οικολόγους και τρεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, έχουν πάρει τη θέση των δεξιών προκατόχων τους, και τα υψηλά στελέχη των υπουργείων συνέχισαν να επεξεργάζονται τους ίδιους φακέλους. Στην καλύτερη περίπτωση προστέθηκε στο όνομα κάποιων υπουργείων μια γραφική νότα, κολλώντας για παράδειγμα, στο Υπουργείο Montebourg το κοσμητικό επίθετο της «παραγωγικής ανέγερσης»! Λες και η μαγεία των λέξεων, σε συνδυασμό με τον ενθουσιασμό ενός υπουργού, θα μπορούσε να αποκρύψει την πραγματικότητα μιας μείωσης της παραγωγής, των εργοστασίων που κλείνουν, την ανεργία που πετάει στα ύψη!

Ο Τύπος έκανε σαπουνόφουσκες γύρω από ορισμένα κοινωνικά προγράμματα, όπως αυτό που αφορά τον γάμο δύο ατόμων του ίδιου φύλου. Η πρόταση, παρ'όλο διστακτική, να δώσει δικαίωμα ψήφου στους μετανάστες, αλλά μόνο σε τοπικές εκλογές, προκαλεί ήδη συζητήσεις διαξιφισμούς μεταξύ των υπουργών. Και τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό το μέτρο βασικής δικαιοσύνης, που ήδη περιέχονταν στις 110 προτάσεις του Mitterrand εδώ και τριάντα ένα χρόνια, δεν θα είναι σαν το τέρας του Λοχνές, που θα εμφανίζεται πριν από κάθε σημαντική εκλογική περίοδο για να εξαφανιστεί μετά από τις εκλογές. Η δειλία, ακόμη και σε τομείς της κοινωνίας όπου δεν υπάρχει καμία ανάγκη να αντιμετωπίσουν τα αφεντικά είναι σίγουρα ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της αριστερής κυβέρνησης. Ακόμη και όταν αυτή συνοδεύεται από παληκαρισμούς. Ο Manuel Valls έγινε το σύμβολο τους, δείχνοντας αποφασιστικότητα, όχι για να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς, αλλά για να εκδιώξει τους Ρομ με πολύ περισσότερο σθένος από ό, τι ο προκάτοχός του Gueant.

Για ένα διάστημα, πριν από το καλοκαίρι, η δεξιά σφετερίστηκε τους κομπασμούς του Montebourg εναντίον της οικογένειας Peugeot, που αναμεταδόθηκαν αόριστα από τον Hollande. Αλλά το Σεπτέμβριο, ακόμη και όσον αφορά τα λόγια, η μια όπως και η άλλη πλευρά απάλυναν τις παρατηρήσεις τους.

Ο Bernard Arnault, το αφεντικό της LVMH, και παρεμπιπτόντως ο πλουσιότερος άνθρωπος στη Γαλλία και την Ευρώπη, ζητώντας την βελγική ιθαγένεια, βρήκε έναν προβοκατόρικο τρόπο για να διαδηλώσει την αντίθεσή του στην υπόσχεση του Hollande να φορολογήσει κατά 75% την κλίμακα των εισοδημάτων που υπερβαίνουν το ένα εκατομμύριο. Και δόστου όλη η δεξιά να αερολογεί γύρω από το θέμα πως, πραγματικά, αυτή η κυβέρνηση δεν ξέρει να αναγνωρίζει την αξία των αφεντικών και να τους συμπεριφερθεί με το σεβασμό που τους αρμόζει. Θα ήταν προφανώς πάρα πολύ το να ζητήσει κανείς από τον πλουσιότερο άνθρωπο της χώρας να νοιώσει τουλάχιστον ευγνωμοσύνη, αυτός που οφείλει την ραγδαία άνοδο του εμπλουτισμού του στην σοσιαλιστική κυβέρνηση του Fabius, η οποία, εκείνη την εποχή, τον είχε βοηθήσει στο ξεκίνημά του, κάνοντάς του ουσιαστικά δώρο την πρώην αυτοκρατορία της κλωστοϋφαντουργίας Boussac.

Αλλά, τελικά, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πρόκληση του Arnault ενοχλεί τον Hollande : η φορολογία του 75% για τα εισοδήματα που ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο ευρώ είναι η μόνη που μπορεί να θεωρηθεί σαν «αριστερή» κίνηση του «σοσιαλιστή» Hollande.

Κατά τα λοιπά, δεν ήταν πολύ δύσκολο για τον Hollande να ακολουθήσει τα χνάρια του Sarkozy.

Η οικονομία των 30 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανακοίνωσε είναι σίγουρα ένα σχέδιο λιτότητας, ακόμη και αν οι σύμβουλοι του Hollande - όπως στο παρελθόν αυτοί του Sarkozy - ξέρουν να παίζουν με τα συνώνυμα, για να μη μιλήσει ούτε για λιτότητα ούτε για συνγκράτηση, και ακόμα λιγότερο για χτυπήματα εναντίον των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Όμως, τα ανακοινωθέντα μέτρα εξοικονόμησης, οι περικοπές του δυναμικού των δημόσιων υπηρεσιών ή η υποβάθμισή τους, θα γίνουν κυρίως σε βάρος των λαϊκών τάξεων.

Δεν υπήρξε ανάγκη να του επιβάλλει το Σύνταγμα το "χρυσό κανόνα" για να κάνει ο Hollande την αποπληρωμή του χρέους και τον περιορισμό του ελλείμματος του προϋπολογισμού του κράτους τον κύριο άξονα της οικονομικής πολιτικής του. Ο Hollande έβαλε πανηγυρικά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να ψηφίσει το δημοσιονομικό ευρωπαϊκό σύμφωνο που είχε υπογράψει ο Sarkozy, ενώ είχε υποσχεθεί να το επαναδιαπραγματευτεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του. Αυτό είναι μία άλλη απόδειξη του ότι οι υποσχέσεις των πολιτικών δεν δεσμεύουν παρά εκείνους που τις πιστεύουν. Είναι, επίσης, απόδειξη του γεγονότος ότι οι πολιτικοί ηγέτες της αστικής τάξης, από τη στιγμή που εκλέγονται, δεν λογαριάζουν καθόλου το εκλογικό σώμα και δεν υπακούουν παρά στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Το δημόσιο χρέος ήταν πάντα σαν θηλιά γύρω από το λαιμό των λαϊκών τάξεων για να τους αδειάσει τις τσέπες υπέρ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Όμως, από την κρίση του 2008 και τη σημαντική σύναψη χρεών των Κρατών για να σώσουν τους τραπεζίτες, η κατάσταση έφτασε σε ένα επίπεδο που έχει λίγα προηγούμενα.

Ωστόσο, το ερώτημα αν πρέπει να εξοφληθεί αμέσως το δημόσιο χρέος ή αν είναι καλύτερα να αφήσουμε το έλλειμμα να αυξάνεται, μια συζήτηση που αφορά όλο και περισσότερο τους πολιτικούς κύκλους της αστικής τάξης, δεν ενδιαφέρει τους εκμεταλλευόμενους. Εκείνοι που παρουσιάζουν την πολιτική της σκληρής λιτότητας σαν δεξιά πολιτική, και την αποδοχή ή την επιθυμία για την διατήρηση ενός ορισμένου ελλείμματος σαν αριστερή πολιτική, εξομοιώνουν την αριστερά με την εργατική τάξη και τα συμφέροντά της. Όμως, κάθε μία από αυτές τις δύο πολιτικές εφαρμόζεται αναπόφευκτα σε βάρος των εκμεταλλευόμενων τάξεων, κατά μείζονα λόγο, η πολιτική του συμβιβασμού που αναφαίνεται και που αναμιγνύει τα μέτρα λιτότητας με μια πληθωριστική πολιτική.

Είναι επιτακτική ανάγκη να εξοφληθεί το χρέος, μας λένε; Ας το κάνουν εκείνοι που το συνάψανε - οι τραπεζίτες και οι καπιταλιστικές ομάδες - που πήραν επιδοτήσεις μετά την κρίση του 2008!

Είναι επιτακτική ανάγκη να μειωθεί το έλλειμμα; Πολύ καλά. Ας καταργηθεί κάθε βοήθεια, κάθε επιδότηση, κάθε ελάφρυνση στην καπιταλιστική τάξη, και ο προϋπολογισμός θα είναι πολύ θετικός!

Όλοι εκείνοι που θέτουν αυτή την ερώτηση με αφηρημένο τρόπο , σαν να μην είχε ταξικό χαρακτήρα, είναι απατεώνες.

Το PCF, Mélenchon και μερικοί άλλοι.

Ο Mélenchon βγήκε ύστερα από μερικές εβδομάδες σιωπής, μετά την ήττα του στις βουλευτικές εκλογές στην Hénin-Beaumont, με μια συγκλονιστική συνέντευξη στην Journal du Dimanche της 19ης Αυγούστου, όπου, για να αναφέρουμε τον τίτλο της παρούσας δημοσίευσης, «κριτικάρει σκληρά την κυβέρνηση». Το κάνει με αυτοπεποίθηση και με ριζοσπαστική γλώσσα. Ο Mélenchon επιτίθεται στο Hollande , κατηγορώντας τον για «τις εκατό ημέρες χωρίς σχεδόν κανένα αποτέλεσμα». Ποιος είναι ο άξονας των επικρίσεών του; «Ο Hollande εκτόνωσε το επαναστατικό περιεχόμενο των προεδρικών εκλογών.» Ύστερα από αυτήν την αναφώνηση, την ίσως εμπνευσμένη από την επίσκεψή του το καλοκαίρι στη Βενεζουέλα του Τσάβεζ, ο Mélenchon κραδαίνει σαν αποφασιστικό επιχείρημα ότι χωρίς τις ψήφους του Αριστερού Μετώπου που έδωσε στον Hollande στον δεύτερο γύρο, δεν θα είχε εκλεγεί.

Το γεγονός είναι αναμφισβήτητο: το Αριστερό Μέτωπο έφερε στον Hollande στον δεύτερο γύρο αυτό το τμήμα του αριστερού εκλογικού σώματος που είχε προσελκύσει στον πρώτο γύρο με τις βροντερές ομιλίες του Mélenchon. Η καθυστερημένη ανακάλυψη του Mélenchon ότι ο Hollande υπακούει στις χρηματοπιστωτικές αγορές και όχι σ'αυτούς που τον εκλέξανε θα μπορούσε να περάσει για παιδική αφέλεια, αν δεν προέρχονταν από μια παλιά πολιτική αλεπού.

Ναι, πράγματι, ο Mélenchon όπως και οι συνεργοί του της ηγεσίας του PCF βοήθησαν στην υποστήριξη του κενού συνθήματος του Hollande : «Η αλλαγή είναι τώρα.» Και όχι μόνο από την επιλογή της ψήφου για τον Hollande στον δεύτερο γύρο, χωρίς να απαιτεί τίποτα απ' αυτόν. «Όταν κοιτάζω το κενό των εκατό ημερών και τον πολλαπλασιασμό των επιτροπών, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ήμασταν καλύτερα προετοιμασμένοι από ό, τι οι Σοσιαλιστές να ασκήσουμε την εξουσία. Είχαμε προτάσεις νόμων στα μπαγκάζια μας», κλαψουρίζει ο Mélenchon. Αυτός ο γελοίος θρήνος έχει σκοπό να υπενθυμίσει ότι «σε κάθε περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να σχηματίσουμε μια κυβέρνηση βασιζόμενη στο πρόγραμμα μας.» Με άλλα λόγια, αν ο Ayrault δυσφημιστεί από τα βίαια αντεργατικά του μέτρα, ο Mélenchon είναι εκεί για να τον αντικαταστήσει. Είναι αυτή η πολιτική που θέλει να πασάρει για «κατακτητική αυτονομία."

Το PCF, το άλλο συστατικό του Αριστερού Μετώπου, και το μεγαλύτερο, αν αναλογιστεί κανείς τις μαχητικές δυνάμεις, προτιμά να μιλά για «εποικοδομητική αυτονομία." Αυτή η λεπτή διαφοροποίηση όσον αφορά τους όρους αντικατοπτρίζει μια πραγματική διαφορά προοπτικής, που κι οι δύο πλευρές προσπαθούν να κρύψουν, επιμένοντας με έμφαση στην ενότητα του Αριστερού Μετώπου.

Οι δύο πλευρές επιθυμούν το ίδιο να κατευθύνουν προς όφελός τους τη προβλέψιμη δυσαρέσκεια μιας μερίδας του αριστερού εκλογικού σώματος. Οι αξιώσεις τους, ωστόσο, δεν είναι ίδιες. Ο Mélenchon μπορεί να φανταστεί ότι μια μέρα θα πάρει τη θέση του Ayrault, όσο κι αν μπορεί να είναι μικρή αυτή η ελπίδα. Όχι όμως ο Pierre Laurent και όχι το PCF.

Ο Mélenchon εκ τούτου, προβάλλει τη φιλοδοξία του να υποβάλλει την υποψηφιότητά του ως προσφυγή σε περίπτωση αποτυχίας της ομάδας που βρίσκεται στην εξουσία.

Όμως, τη φιλοδοξία αυτή την έχουν πολλοί, από το νεοφερμένο Valls μέχρι τους «ελέφαντες» του κόμματος, όντας στην κυβέρνηση, όπως ο Fabius ή έξω από την κυβέρνηση, όπως η Aubry. Μόλις πέντε μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, είναι όλο και πιο δύσκολο για τη κυβερνητική αριστερά να κρύψει τις αντίπαλες φιλοδοξίες. Και αυτές δεν μπορεί παρά να επιδεινωθούν καθώς και όταν η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει αντιλαϊκά μέτρα.

Το PCF, επικρίνει την θέση του Mélenchon. Οι ηγέτες του PCF επιμένουν ότι το κόμμα τους δεν θέλει να είναι υπεύθυνο για την αποτυχία της αριστερής κυβέρνησης.

Αυτό είναι πραγματικά ένα υποκριτικό επιχείρημα για να δικαιολογήσει την υποστήριξη, ή τουλάχιστον τη μη-αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, ακόμα και όταν παίρνει μέτρα κατά των λαϊκών τάξεων. Πρόκειται για μια πολιτική που μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει, να αφοπλίσει τα ενεργά μέλη, ιδίως εκείνα που παλεύουν ακόμα στους χώρους δουλειάς.

Η υπουργική συμμετοχή στη κυβέρνηση Mitterrand και ύστερα σ'αυτή του Ζοσπέν, με τις καταστροφικές της συνέπειες για την εργατική τάξη γενικότερα και για το ίδιο το PC ειδικότερα, δεν έγινε μάθημα για τους επικεφαλής του PCF. Ξαναρχίζει την ίδια πολιτική ευθυγράμμισης με το PS, αλλά, κάθε φορά, με λιγότερη απήχηση.

Ναι, η αριστερή κυβέρνηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Σε αυτούς τους καιρούς της κρίσης, η αστική τάξη δεν θα παραχωρήσει τίποτα στους αριστερούς πολιτικούς της, ούτε καν αρκετά για να δικαιολογήσουν τη χρησιμότητά τους. Η κρίση, είναι η παρόξυνση της ταξικής πάλης όπου η αστική τάξη δεν αφήνει περιθώρια στην κυβέρνηση να ακολουθήσει μια καμουφλαρισμένη αντεργατική πολιτική. Όποιος και αν είναι ο άνθρωπος που είναι επικεφαλής της κυβέρνησης, ο Ayrault, ή ακόμη και ο Valls ή ακόμη και ο Mélenchon, η κρίση κατεδαφίζει ανελέητα τη μικρή βάση που απέμενε για μια μεταρρυθμιστική πολιτική.

Μόνο μια μαζική και αποφασιστική κινητοποίηση της εργατικής τάξης μπορεί να αλλάξει το συσχετισμό δυνάμεων με τους εργοδότες για όλα τα βασικά θέματα που αφορούν τον κόσμο της εργασίας: διατήρηση της απασχόλησης, καθώς και την εγγύηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών.

Το Αριστερό Μέτωπο δεν μπορεί να εφαρμόσει το παιχνίδι ισορροπίας του μεταξύ του να ανήκει στη προεδρική πλειοψηφία και την άσκηση μιας ντροπαλής αντιπολίτευσης για να ξεχωρίσει από τη σοσιαλιστική κυβέρνηση, παρά μόνο εν απουσία σοβαρών κινητοποιήσεων του κόσμου της εργασίας.

Επίθεση στον εχθρό, ή σε μια αυταπάτη;

Η εκστρατεία του Αριστερού Μετώπου για να απαιτήσει δημοψήφισμα για το σύμφωνο προϋπολογισμού είναι συμβολική της πολιτικής της. Θα κορυφωθεί με μια εκδήλωση στις 30 Σεπτεμβρίου. Αυτή είναι η πρώτη διαδήλωση εναντίον της κυβέρνησης από την αριστερά. Αλλά ο στόχος που προέβαλε δεν αφορά τους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν μπορούν καν να τον κάνουν δικό τους.

Η συνθήκη προϋπολογισμού που ετοιμάζεται να ψηφίσει η σοσιαλιστική πλειοψηφία αποτελεί μέρος μιας διαδοχής αμέτρητων άρθρων, συσσωρευμένων σ'όλη την διάρκεια της οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το αποκλειστικό συμφέρον των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων, και τέτοια όπως προκύπτουν από τις αντιπαραθέσεις και τους συμβιβασμούς στη διάρκεια των χρόνων μεταξύ των εθνικών αστικών τάξεων, που θέλουν όλες να επεκτείνουν τον οικονομικό τους χώρο, αλλά χωρίς να εγκαταλείψουν και πολύ την κυριαρχία του κράτους τους.

Οι συνειδητοί εργαζόμενοι δεν μπορούν παρά να αντιταχθούν σ'αυτή τη συνθήκη προϋπολογισμού, όπως και σ'όλες τις άλλες που έχουν προηγηθεί και θα ακολουθήσουν. Αλλά το να καταγγείλει κανείς το σύμφωνο είναι ένα πράγμα, το να το μετατρέψει όμως σε στόχο πάλης είναι άλλο πράγμα.

Αυτή η εκστρατεία είναι ένας αντιπερισπασμός. Αντί να υποδεικνύουν τις μεγάλες επιχειρήσεις και την καπιταλιστική τάξη ως υπεύθυνους για την υποβάθμιση της ζωής των εργαζομένων, καταγγέλλουν ένα αόριστο ευρωπαϊκό κείμενο.

«Η συνθήκη χαράζει στο μάρμαρο την πολιτική της λιτότητας», βροντοφωνάζουν όσοι ισχυρίζονται ότι είναι προς τα αριστερά της αριστεράς. Αλλά μια πολιτική λιτότητας δεν χρειάζεται να γραφτεί σε ένα οποιοδήποτε Σύνταγμα για να είναι η πολιτική της αστικής τάξης. Ήδη εφαρμόζεται εδώ και, τουλάχιστον, τρία χρόνια. Η συνθήκη προϋπολογισμού δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να διατυπώσει ολόγραφα την πολιτική που ακολουθείται από όλες τις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν η αριστερά της αριστεράς κάνει την «απαίτηση ενός δημοψηφίσματος» πάνω σ'αυτό το θέμα το κύριο μέλημά της, δεν είναι μόνο επειδή σ'αυτό το επίπεδο ενοχλεί λιγότερο τον Hollande. Αυτός είναι σίγουρος ότι έχει μια άνετη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο για το θέμα αυτό, ειδικά από τη στιγμή που μπορεί να υπολογίζει στις ψήφους της δεξιάς. Όμως οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κατακτήσουν νίκες σε αυτόν τον τομέα.

Να απαιτήσουν ένα δημοψήφισμα; Αλλά τίποτα δεν αναγκάζει τον Hollande να το κάνει. Αλλά κι ακόμα αν γίνονταν δημοψήφισμα, κανείς δεν μπορεί να πει ότι το «όχι» θα επικρατούσε. Και αν «όχι» κέρδιζε, τίποτα δεν θα υποχρέωνε την κυβέρνηση να σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Για να μην αναφέρουμε τη σημασία αυτού του «όχι» που, όπως και το 2005, θα ανακατέψει τα «όχι» που προέρχονται από την αριστερά της αριστεράς και εκείνα που προέρχονται από υποστηρικτές της ακροδεξιάς του Dupont-Aignan και της Marine Le Pen.

Πριν από το δημοψήφισμα του 2005, σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η «αριστερά της αριστεράς», όπως και μια μερίδα του PS είχαν παρουσιάσει την προεκλογική καμπάνια για το «όχι» σαν έναν ουσιαστικό αγώνα που έπρεπε να γίνει . Φώναζαν "κερδίσαμε", όταν το «όχι» υπερίσχυσε.

Κι όλα αυτά για ποιο λόγο; Για το τίποτα. Η Συνθήκη της Λισαβόνας που απορρίφθηκε με δημοψήφισμα, επεκτάθηκε με μια άλλη διαδικασία.

Η εργατική τάξη δεν χρειάζεται ψεύτικες μάχες και ψεύτικες ελπίδες. Αν παλεύει, θα πρέπει να βασίζεται σε ταξικά συμφέροντα.

Ο συσχετισμός των δυνάμεων που θα καθορίσει το μέλλον δεν είναι η διανομή του "ναι" και του "όχι" σε ένα δημοψήφισμα. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι αυτός που θα εγκατασταθεί μεταξύ της αστικής τάξης και της κυβέρνησής της, και της εργατικής τάξης που θα παλέψει για την ζωτικής σημασίας απαίτηση της να μην πληρώσει για την κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας: όχι απολύσεις, τον καταμερισμό της εργασίας μεταξύ όλων χωρίς μείωση των μισθών, εγγύηση της αγοραστικής δύναμης έναντι του πληθωρισμού από την τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών.

Οι αγωνιστές που βρίσκονται στο στρατόπεδο των εργαζομένων δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον συσχετισμό των δυνάμεων, αλλά μπορούν τουλάχιστον να πουν σε τι έγκειται.

Το γεγονός ότι, από το NPA (Nouveau Parti Anticapitaliste) ως το POI (Parti Ouvrier Internationaliste), οι ομάδες που τοποθετούνται στην άκρα αριστερά συσπειρώθηκαν γύρω από αυτή τη θέση δεν καλυτερεύει την αναταραχή ενάντια στην συνθήκη προϋπολογισμού.

Παρεμπιπτόντως, το Αριστερό Μέτωπο, όπως όλοι εκείνοι που ανήκουν στην αριστερά της αριστεράς, ελπίζουν να γραπωθούν από τον Mélenchon και το PCF, παρουσιάζει την καμπάνια για το δημοψήφισμα ως μια πάλη της δημοκρατίας ενάντια στη δικτατορία των χρηματοπιστωτικών αγορών. «Αυτό που τελικά μετράει είναι να μπορέσουν οι άνθρωποι πραγματικά να αποφασίσουν. Πρέπει να συστηματοποιηθεί το δημοψήφισμα που είναι μια μορφή άμεσης δημοκρατίας », δήλωσε ο ίδιος ο εκπρόσωπος του ΝΡΑ σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στην L'Humanité. Λες και η αστική τάξη περίμενε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα για να επιβάλει τη χρηματιστηριακή δικτατορία στην κοινωνία! Και να παρουσιάσει το δημοψήφισμα ως μια μορφή άμεσης δημοκρατίας, αν είναι δυνατόν!

Ναι, στον καπιταλιστικό κόσμο, η δημοκρατία της αστικής τάξης φαίνεται όλο και με μεγαλύτερη σαφήνεια για αυτό που είναι: η δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου.

Αλλά αυτή η συγκεκριμένη αριστερά προσποιείται ότι αντιτίθεται σε αυτήν την δικτατορία με ένα δημοψήφισμα που, εξάλλου, πρέπει να το ζητιανέψει από τον Hollande!

Οπότε ναι, η κρίση γενικά και του ευρώ ειδικότερα δείχνουν ότι αυτοί που κυβερνούν δεν είναι οι πολιτικές μαριονέτες, αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ευφημισμός για να υποδείξουμε το μεγάλο κεφάλαιο, τους μεγάλους οικονομικούς και βιομηχανικούς ομίλους, τη καπιταλιστική τάξη.

Αλλά ο ρόλος των αγωνιστών που τάχτηκαν στο στρατόπεδο των εργαζομένων δεν είναι να κλαψουρίζουν για την κατάσταση, ούτε να προτείνουν κινητοποιήσεις-μαϊμού. Ο ρόλος τους είναι να ενημερώνουν τους εργαζόμενους, να τους δείχνουν ποιοι είναι οι εχθροί τους και ότι πρέπει να τους πολεμήσουν. Σίγουρα δεν είναι αρκετό να πούμε την αλήθεια στους εργαζομένους για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τους στην ικανότητά τους να αγωνιστούν. Ωστόσο, μόνο ο ίδιος ο αγώνας, η κινητοποίηση των εκατομμυρίων των εργαζομένων γύρω από στόχους που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της τάξης τους, θα αλλάξουν ουσιαστικά το συσχετισμό των δυνάμεων. Χωρίς αυτή την κινητοποίηση, τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Αλλά μόνο η σαφής συνείδηση των ταξικών συμφερόντων της μπορεί να επιτρέψει στην εργατική τάξη να ελέγξει τη δική της κινητοποίηση, να την εμποδίσει να παραστρατήσει, να εκτραπεί προς ένα αδιέξοδο, και να προχωρήσει μέχρι το τέλος.

Lutte de classe, No 146, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2012