ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΕΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΓΟΥΑΔΕΛΟΥΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΑΡΤΙΝΙΚΑ (από άρθρα της εφημερίδας Lutte Ouvrière - Φεβρουάριος / Μάρτιος 2009)

30 Μάρτιος 2009

Δύο γενικές απεργίες που άρχισαν στις 20 Ιανουαρίου στην Γουαδελούπη και στις 5 Φεβρουαρίου στην Μαρτινίκα παρέλυσαν μέχρι τις αρχές του Μαρτίου 2009 τα δύο αυτά νησιά που υπήρξαν Γαλλικές αποικίες και ακόμη σήμερα αποτελούν γαλλικά εδάφη. Οι εργαζόμενοι κατέθεσαν μια σειρά διεκδικήσεων και συγκεκριμένα ζήτησαν μια αύξηση των μισθών για τουλάχιστον 200 Ευρώ τον μήνα.

Η απεργία συνεχίζοταν μέχρι και τις αρχές του Μαρτίου, παρόλο που αρκετές των διεκδικήσεων ικανοποιήθηκαν, και αυτό γιατί ένα μέρος της τοπικής εργοδοσίας αρνιόταν να υπογράψει την συμφωνία.

Τα υπεράκτια γαλλικά νησιά μαστίζονται από την ακρίβεια περισσότερο από την υπόλοιπη χώρα. Οι τιμές, συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων, της βενζίνης, του αερίου και των υπόλοιπων αγαθών είναι κατά 40% μέχρι και 50% ακριβότερες εκείνων την Γαλλίας. Οι μεταφορές από το μητροπολιτικό έδαφος στα νησιά, τα supermarket, η τοπική βιομηχανία τροφίμων είναι στα χέρια λίγων πάμπλουτων οικογενειών που αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος του τοπικού πληθυσμού με την ανοχή των τοπικών κρατικών αρχών. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι οικογένειες "bèkè", δηλαδή απόγονοι των λευκών δουλεμπόρων που εκμεταλλεύονταν τα νησιά για αιώνες.

Αντιθέτως η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι απόγονοι των δούλων που μεταφέρθηκαν στα νησιά την εποχή του δουλεμπορίου. Η κατάργηση της δουλείας έγινε μόνο το 1848 και παρόλο που στα νησιά σήμερα ισχύει η νομοθεσία της Γαλλίας σχετικά με τις κοινωνικές παροχές, τους μισθούς, τις συνθήκες εργασίας κτλ, εξακολουθεί να παραμένει ακόμη κάτι από την αποικιοκρατία γεγονός που τροφοδοτεί την αντίδραση του πληθυσμού στις Γαλλικές Αντίλλες.

Μία πετυχημένη απεργία και μία μεγάλη κινητοποίηση

Την απεργία στην Γουαδελούπη κήρυξε και οργάνωσε η κολεκτίβα Lyannaj Kont Pwofitasyon (LKP) που στην τοπική γλώσσα σημαίνει " Συμμαχία ενάντια στην υπερβολική εκμετάλλευση", μία κολεκτίβα που συνενώνει αρκετά σωματεία και συνδικάτα και στην οποία συμμετέχουν οι εθνικιστές μαζί με την επαναστατική αριστερά. Στην Μαρτινίκα την απεργία οργάνωσε μια παρόμοια κολεκτίβα που ονομάζεται κολεκτίβα 5 Φεβρουαρίου.

Ήδη από την αρχή η απεργία υπήρξε καθολική και στα δύο αυτά νησιά οργανώθηκαν μεγάλες κινητοποιήσεις στις οποίες συμμετείχαν 20.000 ή και 30.000 άτομα επί ενός πληθυσμού 400.000 κατοίκων στο κάθε νησί.

Στις Γαλλικές Αντίλλες δεν υπάρχουν μεγάλα εργοστάσια αλλά πολλές μικρές επιχειρήσεις που συχνά συγκεντρώνονται σε βιομηχανικές περιοχές όπως εκείνη της Jarry στην είσοδο της Pointe-a Pitre, της μεγαλύτερης πόλης της Γουαδελούπης. Παρόλα αυτά η κολεκτίβα κατόρθωσε να οργανώσει μια απεργία με μεγάλη απήχηση σε όλες τις επιχειρήσεις. Όταν οι εργαζόμενοι ενός μικρού εργοστασίου, υπό την πίεση της εργοδοσίας, φοβόταν να συμμετάσχουν στην απεργία ζητούσαν βοήθεια από την κολεκτίβα η οποία έστελνε ομάδες απεργών από άλλες επιχειρήσεις οι οποίοι μόνο με την παρουσία τους και χωρίς την άσκηση βίας ανάγκαζαν το εργοστάσιο να συμμετάσχει στην απεργία.

Η τακτική αυτή που εφαρμόστηκε τόσο στην Γουαδελούπη όσο και στην Μαρτινίκα ονομάστηκε "κυλιόμενη απεργία". Σε κάθε βιομηχανική ή εμπορική περιοχή μία ομάδα απεργών επισκέπτονταν την μία επιχείρηση μετά την άλλη κηρύσσοντας την απεργία. Με τον τρόπο αυτό η ομάδα μεγάλωνε με την συμμετοχή νέων απεργών.

Ιδιαίτερη πίεση ασκήθηκε στα μεγάλα supermarket. Τα αφεντικά τους, που στην πλειοψηφία τους ανήκουν στις οικογένειες "bèkè", προσπαθούσαν, με κάθε τρόπο, να τα κρατήσουν ανοικτά. Όταν, μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια, το supermarket εξακολουθούσε να παραμένει ανοικτό, η ομάδα των απεργών καταλάμβανε και μπλοκάριζε τα ταμεία προτρέποντας τους πελάτες να περάσουν από τα ταμεία χωρίς να πληρώσουν. Φυσικά ελάχιστοι ήταν οι πελάτες που διαμαρτύρονταν, γεγονός που έκανε την απεργία ακόμη πιο δημοφιλή.

Διεκδικήσεις που όλοι συμμερίζονταν

Η κυβέρνηση Σαρκοζί που αρέσκεται να επιδεικνύει, για κάθε περίπτωση, αστραπιαίες επεμβάσεις στην περίπτωση της κοινωνικής αυτής αναταραχής παρέμεινε, σε μεγάλο βαθμό, σιωπηλή γιατί είχε να αντιμετωπίσει μεγαλύτερα προβλήματα. Την ίδια περίοδο, 29 Ιανουαρίου, σε όλη την Γαλλία, πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι συμμετείχαν σε απεργίες και εκδηλώσεις ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των συνδικάτων διεκδικώντας μέτρα ενάντια στην κρίση και αυξήσεις μισθών, αιτήματα όμοια με εκείνα των απεργών στις Αντίλλες. Για τις 19 Μαρτίου είχε προγραμματιστεί μία άλλη ημέρα κινητοποιήσεων. Οι γάλλοι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν τις κινητοποιήσεις στις Αντίλλες όχι απλώς με συμπάθια αλλά σαν έναυσμα για μια γενικοποίηση των κινητοποιήσεων σε όλη την χώρα.

Φυσικά πλούσιες οικογένειες δεν βρίσκονται μόνο στις Αντίλλες. Eίναι όμως σχεδόν τίποτα συγκρινόμενες με εκείνες του μεγάλου κεφαλαίου της Γαλλίας που, στην σημερινή εποχή της κρίσης, συνεχίζουν να κερδίζουν τεράστια ποσά αλλά και να λαμβάνουν επιδοτήσεις δισεκατομμυρίων ευρώ από το κράτος την στιγμή που κλίνουν εκατοντάδες εργοστάσια και απολύουν ή βάζουν σε διαθεσιμότητα δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων.

Η αύξηση των μισθών, ο αγώνας ενάντια στην ανεργία ή την επισφαλή εργασία, το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πληρώνουν τις συνέπειες της κρίσης που οφείλεται στην ανευθυνότητα και την πλεονεξία της άρχουσας τάξης, των καπιταλιστών και των τζογαδόρων τραπεζιτών, είναι διεκδικήσεις που αφορούν όλους τους εργαζόμενους, όχι μόνο στις Αντίλλες αλλά σε όλη την Γαλλία και τα υπόλοιπα κράτη. Ο αγώνας των εργαζόμενων στις Αντίλλες απετέλεσε ένα παράδειγμα για όλους.

Η κυβέρνηση και τα αφεντικά bèkè στις Αντίλλες, με την υποστήριξη του μεγάλου γαλλικού κεφαλαίου. αρνιόντουσαν για πολύ να ικανοποιήσουν το αίτημα των απεργών για μία αύξηση 200 ευρώ ελπίζοντας ότι με τον χρόνο το κίνημα θα συρρικνωθεί. Η αποστολή στο νησί μιας μεγάλης δύναμης καταστολής είχε σαν αποτέλεσμα η ένταση να κορυφωθεί με κατάληξη τον θάνατο στις 17 Φεβρουαρίου ενός συνδικαλιστή της CGTG, η CGT της Γουαδελούπης. Αντιθέτως με τις προβλέψεις το κίνημα αντί να συρρικνωθεί ενισχύθηκε και ανδρώθηκε υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να υποχωρήσει αποδεικνύοντας ότι η δήθεν ισχυρή κυβέρνηση Σαρκοζί είναι στην ουσία αδύναμη όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ισχυρό εργατικό κίνημα

Νίκη στο αίτημα των 200 ευρώ

Η απεργία κατέληξε με νίκη και ειδικά όσον αφορά την κύρια διεκδίκηση, την αύξηση κατά 200 ευρώ των χαμηλών μισθών. Τα αφεντικά και το κράτος τους, εκτός του καθαρά οικονομικού θέματος, δεν ήθελαν να υποκύψουν στους απεργούς και για λόγους γοήτρου. Η γενική απεργία και οι διεκδικήσεις της χάραξαν μια νέα πορεία για το εργατικό κίνημα. Οι εργαζόμενοι πέρασαν από την άμυνα στην επίθεση και ακριβώς για τον λόγο αυτό τα αφεντικά επιθυμούσαν την πλήρη ήττα των εργαζομένων. Όμως τα σχέδια τους απέτυχαν μπροστά σε μία εργατική τάξη κινητοποιημένη και οργανωμένη στην οποία ήρθε να προστεθεί, ειδικά στην Γουαδελούπη, η μεγάλη πλειοψηφία των επίσης κινητοποιημένων λαϊκών στρωμάτων.

Επιπλέον η κυβέρνηση. έχοντας ένα αντιμετωπίσει μια απεργία ιδιαίτερα δημοφιλή στην Γαλλία, προτίμησε να μην εκτεθεί και επέλεξε την συμβιβαστική λύση παρόλο που αυτή επέφερε μια οικονομική επιβάρυνση λόγω των επιδοτήσεων και των φορολογικών ελαφρύνσεων που παραχωρήθηκαν στα αφεντικά των Αντιλλών ώστε να μην υποστούν απώλειες από την αύξηση των μισθών. Επιστέγασμα όλων αυτών ήταν η υπογραφή μιας συμφωνίας, συμφωνία Jacques Bino από το όνομα του συνδικαλιστή που σκοτώθηκε κατά την διάρκεια των επεισοδίων, από όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις οργανώσεις των αφεντικών, με μόνη εξαίρεση το τοπικό τμήμα της MEDEF, τον σύνδεσμο βιομηχάνων, που εξακολουθεί να αρνείται να υπογράψει.

Παρόλο που η απεργία έληξε στις 4 Μαρτίου, η κινητοποίηση εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή, οι διαδηλωτές πήγαν στα εργοστάσια που συμμετέχουν στην MEDEF για να πείσουν τα αφεντικά να αποδεχθούν την συμφωνία σε προσωπικό επίπεδο καθότι το συλλογικό τους όργανο αρνείται να υπογράψει. Τα αφεντικά, μετά από πολλές πιέσεις από τις πολυάριθμες ομάδες απεργών που πήγαιναν στα εργοστάσια για να υποστηρίξουν τους απεργούς συναδέλφους τους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η σχέση δυνάμεων απεδείχθη νικηφόρα.

Ένα άλλο μέρος της συμφωνίας έχει να κάνει με την μείωση των τιμών και ειδικά των ειδών πρώτης ανάγκης. Ετοιμάσθηκε ένας κατάλογος προϊόντων στα οποία θα πρέπει να εφαρμοσθεί μία έκπτωση του 20%. Φυσικά θα πρέπει να ελέγχεται η πραγματική μείωση των τιμών και για τον λόγο αυτό πρέπει να υπάρχει διαρκής επιτήρηση. Για ένα πραγματικό έλεγχο των τιμών οι εργαζόμενοι θα πρέπει να στηριχθούν μόνο στις δυνάμεις τους και είναι πιθανόν να χρειασθεί να γίνουν και άλλες κινητοποιήσεις για να υποχρεωθούν τα αφεντικά των μεγάλων supermarket ή των μεγάλων αλυσίδων διανομής να μειώσουν πραγματικά τις τιμές, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επιτεύχθηκε η συμφωνία Bino.Ο αγώνας συνεχίζεται.

Μια εμπειρία που θα παραμείνει αξέχαστη στους εργαζόμενους των Αντιλλών.

Παρά τις δυσκολίες της κινητοποίησης και τη διάρκειά της, η γενική απεργία υπήρξε μια μεγάλη επιτυχία για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Και είναι επιτυχία γιατί αυτό που πέτυχαν οι εργαζόμενοι δεν θα το επιτύγχαναν με κλαδικές ή μεμονωμένες απεργίες. Εκτός των άμεσων υλικών οφελών, οι εργαζόμενοι στη διάρκεια της μεγάλης αυτής κινητοποίησης συνειδητοποίησαν την πελώρια συλλογική δύναμη που κατέχουν.

Τώρα πια γνωρίζουν ότι είναι πιο δυνατοί όταν είναι ενωμένοι και όχι όταν παλεύουν στο στενό περιβάλλον της επιχείρησης τους ή της γειτονιάς τους. Αυτή η εμπειρία έχει μεγάλη σημασία για το μέλλον και θα παραμείνει ζωντανή μεταξύ των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας. Η εμπειρία που επιτεύχθηκε παραμένει ζωντανή και θα επαναληφθεί και στο μέλλον. Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν και αντιλαμβάνονται ότι αυτή ήταν μόνο μία μάχη γιατί η σημερινή παγκόσμια κρίση θα απαιτήσει αφενός μία επανεξέταση των μισθών και των τιμών. Και αφετέρου τα αφεντικά θα θελήσουν να πάρουν την ρεβάνς και να καταστρέψουν όλα όσα επιτεύχθηκαν από την γενική απεργία.

Είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει να ξαναρχίσουμε αλλά θα πρέπει να το κάνουμε καλλίτερα, διορθώνοντας τα λάθη και τις ατέλειες της πρώτης κινητοποίησης. Η προσεχής γενική απεργία θα είναι υψηλού επιπέδου, θα έχει υψηλότερους σκοπούς και θα αμφισβητήσει με μεγαλύτερη δύναμη την κυριαρχία των αφεντικών, την κοινωνία τους και τον έλεγχο που ασκούν στην οικονομία.